- κοκκίο
- το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος]πολύ μικρός κόκκοςνεοελλ.συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκίαμικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρουμσν.1. κουκί2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα3. κύβος, ζάριαρχ.χαπάκι, καταπότι («κοκκία βηχικά», Αλέξ. Τραλλ.).
Dictionary of Greek. 2013.